- δικαστήρι'
- δικαστήρια , δικαστήριονcourt of justiceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικαστήρι — το (AM δικαστήριον) [δικαστήρ] 1. τόπος όπου γίνονται οι δίκες, το οίκημα όπου εδρεύουν οι δικαστικές αρχές 2. το σύνολο τών δικαστών που εκδικάζουν μια υπόθεση («το δικαστήριο αποφάσισε», «ἀνέστη τὸ δικαστήριον» σηκώθηκαν οι δικαστές) 3. φρ.… … Dictionary of Greek